-
1 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
-
2 Λᾷος
Λᾱος father of Oidipous. ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός (Hermann: Λάιος codd.) O. 2.38 test., Σ, O. 2.70d, ἐν δὲ τοῖς παιᾶσιν εἴρηται περὶ τοῦ χρησμοῦ τοῦ ἐκπεσόντος Λαίῳ· καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ τῶν χρησμῶν γράφει, Λάιε Λαβδακίδη, ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων” fr. 68. -
3 περισκελής
II metaph., obstinate, stubborn, ;ἦθος M.Ant.4.28
;χαρακτήρ AP9.578
(Leo Phil.): [comp] Comp.- έστερος Simp. in Epict.p.62
D. Adv. [comp] Comp. -έστερον, φέρειν to bear more unflinchingly, Men.6.3.2 of medicines, harsh, irritating, Hp.Ulc.1 ; ἐλλέβοροι σκληροὶ καὶ π. Thphr.HP9.10.4.3 excessive, violent,καύματα Philoch.171
; ἀὴρ π. ἐφ' ἑκάτερα excessive in heat or cold, Thphr.CP5.14.9, cf. 2.3.3.4 hard, difficult,τὸ π. τῆς τοιαύτης γεωγραφίας Str.14.1.9
, cf.S.E.M.1.39 ;λοξῶν καὶ π. ὄντων τῶν χρησμῶν Corn.ND32
; πρᾶγμα φύσει π. Theon Prog.4.------------------------------------A round the leg: hence περισκελῆ, τά, drawers, LXXEx.28.38(42), Ph.2.157 : sg.,περισκελὲς λινοῦν LXXLe. 16.4
; cf. περισκέλια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκελής
-
4 ἀδαής
ἀδᾰ-ής, ές, ([etym.] Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;Aβουνομίας -έστερος Pi.Pae.4
27;ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph. 827
(lyr.): c. inf., unknowing how to.., ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc. κήρ) ib. 1167 (lyr.);οὐκ ἀ. APl.4.84
: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. -
5 πρᾶξις
A doing, transaction, business, [πλεῖν] κατὰ πρῆξιν
on a trading voyage,Od.
3.72;ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον h.Ap. 397
; π. δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος a private, not a public affair, Od.3.82;π. μηδὲ φίλοισιν ὅμως ἀνακοινέο πᾶσιν Thgn. 73
; ἡ περί τινος π. the transaction respecting.., Th.6.88.2 result or issue of a business, esp. good result, success, οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται.. γόοιο no good comes of weeping, Il.24.524;οὔ τις π. ἐγίγνετο μυρομένοισιν Od.10.202
; λυμαίνεσθαί τινι τὴν π. to spoil one's market, X.An.1.3.16; π. φίλαν δίδοι grant a happy issue. Pi.O.1.85;π. οὐρίαν θέλων A.Ch. 814
(lyr.); ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν π. their issue, Id.Pers. 739;ἄνευ τούτων οὐκ ἂν εἵη π. X.Cyn.2.2
;δὸς πόρον καὶ π. τῷ τόπῳ τούτῳ PMag.Par.1.2366
.II doing, τῶν ἀγαθῶν (of persons)πρήξιες Thgn.1026
;ἡ τῶν ἀγαθῶν π. Pl.Chrm. 163e
;ἡ π. τῶν ἔργων Antipho 3.4.9
; achievement, Th.3.114; π. πολεμική, πολιητική, πολιτική, Pl.R. 399a, Sph. 266d, Men. 99b; action, opp. πάθος, Id.Lg. 876d; opp. ἕξις, Id.R. 434a; moral action, opp. ποίησις, τέχνη, Arist.EN 1140a2, 1097a16; opp. ποιότης, Id.Po. 1450a18, cf.EN 1178a35 (pl.);ἤθη καὶ πάθη καὶ π. Id.Po. 1447a28
; opp. οἱ πολιτικοὶ λόγοι, D.61.44;ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγοις Id.6.3
; ἐν ταῖς πράξεσι ὄντα τε καὶ πραττόμενα exhibited in actual life, Pl.Phdr. 271d; action in drama, opp. λόγος, Arist.Po. 1454a18; μία π. ὅλη καὶ τελεία ib. 1459a19, cf. 1451b33 (pl.).3 euphem. for sexual intercourse, Pi. Fr. 127, Aeschin.1.158, etc.; in full,ἡ π. ἡ γεννητική Arist.HA 539b20
.4 magical operation, spell, PMag.Par.1.1227, al., PMag.Lond. 125.40.b military action, battle, Plb.3.19.11, etc.IV doing, faring well or ill, fortune, state, condition,ἀπέκλαιε.. τὴν ἑωυτοῦ π. Hdt.3.65
, cf. A.Pr. 695 (lyr.), S.Aj. 790, 792;εύτυχὴς π. Id.Tr. 294
;κακαὶ π. Id.Ant. 1305
.V practical ability,π. καὶ σύνεσις Plb.2.47.5
;ἡ ἐν τοῖς πολεμικοῖς π. Id.4.77.1
.2 practice, i.e. trickery, treachery,ἐπὶ τὴν πόλιν Id.2.9.2
; κατὰ τῆς πόλεως, ἐπὶ τοὺς Αἰτωλούς, Id.4.71.6, 5.96.4.VI exaction of money, recovery of debts, arrears, etc., IG12.57.13, al.;συμβολαίων πράξεις And.1.88
;τοῦ μισθοῦ Pl.Prt. 328b
; (pl.); παρὰ Ἀρτέμωνος.. ἔστω ἡ π. τοῖς δανείσασι let the lenders have an action of recovery against Artemon, Syngr. ap. D.35.12, cf. SIG364.61,67 (Ephesus, iii B.C.), Test.Epict.5.31;ἡ π. ἔστω καθάπερ ἐκ δίκης PEleph.1.12
(iv B.C.), etc.;αἱ π. τῶν καταδικασθέντων Arist.Pol. 1321b42
. -
6 διάλυσις
A separating, parting,δ. τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος Pl.Grg. 524b
; δ. τοῦ σώματος its dissolution, Id.Phd. 88b, cf. Democr.297; τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ δ. the failure to break the bridges, Th.1.137; disbanding of troops, X.Cyr.6.1.3; breaking up of an assembly, opp. συλλογή, Pl.Lg. 758d; δ. ἀγορῆς the time of its breaking up, Hdt.3.104; τὴν δ. ἐποιήσαντο broke off the action, Th.1.51; χρεῶν δ. liquidation of debts, Pl.Lg. 684d, cf. POxy.104.20 (i A. D.), etc.;δ. γάμου
divorce,Plu.
Sull.35, etc.;ἡ φθορὰ δ. οὐσίας Arist.Top. 153b31
: hence abs., dissolution, opp. σύνθεσις, Id.Cael. 304b29, cf. Thphr. Ign.37;διάκρισις καὶ δ. Pl.Phlb. 32a
; opp. γένεσις, Phld.D.3.6; resolution into elements, e.g. of words into letters, D.H.Comp.14; dissolution of friendship, Arist.EN 1164a9, 1 165b36; of partnerships,κοινωνίαι καὶ -σεις Pl.Lg. 632b
;συμμαχία καὶ δ. Arist.Pol. 1298a5
.2 ending, cessation, ;πολέμου Th.4.19
, v.l. in Isoc.6.51: abs., cessation of hostilities, Com.Adesp.21.23 D.; settlement, compromise, IG12(2).6.20 (Mytilene, iv B.C.), PAmh.2.63.9 (iii A.D.), etc.: in pl., settlement of a dispute,ἠξίου δὲ καὶ πρὸς ἔμ' αὑτῷ.. γίγνεσθαι τὰς διαλύσεις D.21.119
, cf. Phoenicid.1.6 Rhet., asyndeton, Alex.Fig.2.12, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλυσις
-
7 διαθέτης
A one who arranges, sets in order,χρησμῶν τῶν Μουσαίου Hdt.7.6
;οἴκου Dam.Isid.24
;συνουσίας Procl.in Prm.p.479
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθέτης
См. также в других словарях:
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
Ονομάκριτος — (6oς αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής και ιστορικός που έζησε στην αυλή του Πεισίστρατου και των γιων του. Ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι είχε διακριθεί για την έμμετρη διασκευή σε επικούς στίχους των δογμάτων του… … Dictionary of Greek
μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… … Dictionary of Greek
πεντεκαίδεκα — και πεδεκαίδεκα άκλ. 1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες 2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα (ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών τής Σίβυλλας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
χρησμολογία — η, ΝΑ [χρησμολόγος] χρησμοδοσία νεοελλ. 1. ενασχόληση με την ερμηνεία τών χρησμών 2. διατύπωση ακατανόητων λόγων … Dictionary of Greek
χρησμολογία — η 1. προφητεία, το να προμαντεύει κανείς τα μέλλοντα. 2. η ασχολία με την ερμηνεία των χρησμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμολόγος, -ος, -ο — 1. μάντης, προφήτης. 2. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία των χρησμών. 3. αυτός που συλλέγει χρησμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)